Σεπτέμβριος
Η. Χ Παπαδημητρακόπουλος,
Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη

Ἕνα μεσημέρι καθόμουν κάτω
ἀπὸ ἕνα δέντρο καὶ διάβαζα. Δίπλα μου εἶχα μιὰ στάμνα μὲ νερό,
ἔκανε ζέστη, κάθε τόσο ἔπινα λίγο νερὸ καὶ ὕστερα
κατάβρεχα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶμα εἶχε σκάσει σὲ μεγάλα κομμάτια,
ὅταν τὸ πότιζα θρυμματιζόταν ἀφήνοντας μιὰ εὐχάριστη,
βαρειὰ μυρουδιά.
Ἄκουσα βήματα στὰ χαλίκια
κι ὅταν σήκωσα τὸ κεφάλι μου, εἶδα νὰ ἔρχεται ἡ Ἑλένη,
ντυμένη μὲ ἕνα περίεργο φόρεμα γεμάτο πολύχρωμα
λουλούδια. Θέλω πάλι ἐκεῖνο τὸ τετράδιο τῆς Γεωλογίας, μοῦ
εἶπε καὶ μὲ κοίταξε μὲ ἕνα ἀπλανὲς χαμόγελο, ἐνῶ
ταυτόχρονα πλανιόταν πέρα δῶθε κι ἅπλωνε τὰ χέρια της νὰ
φθάσει ἕνα κλαδὶ τοῦ δέντρου. Δὲν τὸ ἔχω, τῆς εἶπα, θὰ μοῦ τὸ φέρει ὁ Τάκης τὸ ἀπόγευμα, ἔλα νὰ διαβάσουμε μαζί. Ἡ
Ἑλένη ἔπιασε τὸ κλαδί, τὸ ἅρπαξε μὲ τὰ δυό της χέρια καὶ
ἔκανε μιὰ μᾶλλον ἀδέξια ἕλξη, τεντώνοντας νωχελικὰ τὸ κορμί
της. Ὕστερα πήδησε, τίναξε τὸ κεφάλι νὰ διορθώσει τὰ μαλλιά
της κι ἔφυγε. Μὴ μὲ περιμένεις, μοῦ φώναξε.
Τὸ ἀπόγευμα πῆρα τὰ βιβλία
μου καὶ πῆγα στὸ ἀμπέλι. Ἄρχισε κιόλας νὰ παίρνει τὴ γνώριμη
μυρουδιά του τὸ κλῆμα. Τῆς Ἁγια Μαρίνας ρόγα καὶ τ’ Ἁηλιὸς σταφύλι,
ἔλεγε ἡ γιαγιά μου. Ἔφερα στὸ μυαλό μου τὶς ρόγες τῆς Ἑλένης.
Ἐκείνη ἦρθε σὲ λίγο φορώντας μιὰ στενὴ χακὶ φούστα καὶ ἄσπρο
πουκάμισο χωρὶς σουτιέν. Θέλεις νὰ φᾶμε κανένα σύκο,
τῆς εἶπα καὶ τὴν πῆγα στὴν ἄκρη τοῦ ἀμπελιοῦ. Τὰ πρῶτα σύκα
εἴχανε ἤδη γίνει, οἱ φρακασάνες ὅπως τὰ ἔλεγαν. Μεγάλα
ἴσαμε ἕνα πορτοκάλι, ἀπὸ τὴν τρύπα τους κρεμόταν μιὰ σταγόνα
πηχτὸ μέλι μὲ καφὲ χρῶμα. Ἔβαλα τὴν Ἑλένη νὰ καθήσει, τῆς
ἔφερα σύκα καὶ τῆς ἄνοιξα τὸ κουμπὶ ἀπὸ τὸ ἄσπρο της
πουκάμισο. Τὸ δεξί της βυζὶ γλίστρησε ἔξω, ἦταν λιγότερο
στρογγυλὸ ἀπ’ ὅσο τὸ φαντάστηκα, ἡ ρόγα του κάπως κωνική.
Ἅπλωσα τὸ χέρι μου καὶ κείνη ἔσκυψε ὁλότελα πρὸς τὸ μέρος μου.
Φράπ, ἀκούστηκε τότε στὸ φράχτη καὶ φάνηκε ὁ τσόγλανος, ὁ
ἀδελφός της, ψηλὸς καὶ κακοβιδωμένος. Ἡ Ἑλένη κουμπώθηκε
βιαστικά, ἄνοιξε ἕνα βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει, ἐμένα
τὰ πόδια μου ἔτρεμαν. Ὁ ἀδελφός της μᾶς χαιρέτησε μεθ’
ὑποκλίσεως, σάλταρε στὴ συκιὰ κι ἄρχισε νὰ τρώει
φρακασάνες. Ἡ Ἑλένη ἀπόφευγε νὰ μὲ κοιτάξει, γύριζε τὶς
σελίδες τοῦ βιβλίου καὶ κάθε τόσο ἴσιωνε τὴ φούστα της.
Ἀργότερα σηκώθηκε καὶ περπατήσαμε μαζὶ πιὸ πέρα. Μπήκαμε
σὲ ἕνα μεγάλο λάκκο ἀνάμεσα σὲ κλήματα, τὸν εἴχαμε σκάψει
στὴν Κατοχὴ καὶ κρύψαμε μέσα χαλκώματα καὶ ὅπλα. Δοκίμασα νὰ
πιάσω πάλι τὸ βυζὶ τῆς Ἑλένης, ἐκείνη τραβήχτηκε, γιατὶ παρασύρεσαι,
μοῦ εἶπε. Μάζεψε τά βιβλία της, φώναξε τὸν ἀδελφό της καὶ
ἔφυγε. Ἐκεῖνος πήδησε ἀργὰ ἀπὸ τὸ δέντρο, μὲ παρατήρησε μὲ
βλέμμα κάπως μυστήριο κι ἀπομακρύνθηκε χωρὶς νὰ μὲ
χαιρετήσει, τρώγοντας φρακασάνες.
Τραμ, Θεσσαλονίκη 1973
Τραμ, Θεσσαλονίκη 1973
Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Φθινοπωρινή μέρα
Στα ηλιακά ωρολόγια τις σκιές σου ρίξε
και λευτέρωσε στα λιβάδια τους ανέμους.
Πρόσταξε τους στερνούς καρπούς να γινωθούνε
δυο μέρες νότου δώσε τους ακόμη,
βιάσε τους να ωριμάσουν πια και διώξε
τη στερνή γλύκα στο βαρύ κρασί.
Όποιος σπίτι δεν έχει τώρα, δε θα χτίσει πια.
Όποιος μονάχος είναι τώρα, για καιρό θα μείνει,
θ΄αγρυπνά, θα διαβάζει, θα γράφει γράμματα μεγάλα
και στις δεντροστοιχίες εδώ κι εκεί, δίχως γαλήνη
θα πλανιέται, τα φύλλα ενώ θα σέρνονται στο χώμα.
μτφρ. Άρης Δικταίος, Κάδμος, 1957
Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί 1941, Ελένη
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Ολα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε - σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.