Aστικό κέντρο Ιωαννίνων: οι δυο ανδριάντες



Ο ΥΛΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ:  ΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗ ΚΩΛΕΤΤΗ


Εισαγωγική σημείωση

Στη φράση τα πράγματα δεν τα βλέπουμε όπως είναι, τα βλέπουμε όπως εμείς είμαστε, που αποδίδεται στη συγγραφέα Anais Nin (1960) και είναι αλιευμένη από το διαδίκτυο,[1] «τα πράγματα» νοηματοδοτούνται «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» του ανθρώπινου υποκειμένου, αποκτώντας προσωπικότητα, σωματικότητα, αισθητηριακότητα, κι έναν αυτόνομο απενοχοποιημένο οντολογικό χώρο, ο οποίος όμως διαπλέκεται ή ταυτίζεται με τον ανθρώπινο, [2]  ιδιωτικό ή δημόσιο. Το απόφθεγμα της Νιν, ειπωμένο πριν από τις φαινομενολογικές προσεγγίσεις κατά τις οποίες καίριο ζήτημα είναι η κατανόηση και περιγραφή των πραγμάτων, έτσι όπως βιώνονται από ένα υποκείμενο,[3]  και πριν από την έκκληση του Pinney να σκεφτούμε «εκτός πλαισίου»,[4] ή του Tilley, να αποκτήσουμε μια ζωντανή αισθητηριακή και σωματική εμπειρία του υλικού κόσμου,[5] μας έλκει σε μια κατάδυση μέσα στον ωκεανό των εννοιολογήσεων και προσεγγίσεων «των πραγμάτων» και της σχέσης τους με την ιστορία.

- Αλλά ποια είναι  «τα πράγματα»; -

Φυσικό ή δομημένο τοπίο, αντικείμενα, κείμενα, εικόνες, ηχοτοπία, γεγονότα, επιτελέσεις, αναπαραστάσεις, σχέσεις, ιδέες, κοινότητες, λαοί, οι αφηγήσεις και μνήμες, οτιδήποτε συνιστά τον υλικό, άϋλο, και ανθρώπινο κόσμο, τα ίχνη της φύσης και της ανθρώπινης ιστορικής σημείωσης,[6] είναι τα «πράγματα», τα οποία γίνονται ο άμεσος άλλος,[7] σε μια διαλεκτική με την ανθρώπινη αντίληψη, τη βιωμένη εμπειρία και τις αισθήσεις, όσο και με το δημόσιο λόγο (discourse). Αποκτούν όμως και αυτά «κοινωνική ζωή» και τη δική τους «βιογραφία» (Pinney, Appadurai) και γίνονται «δρώντα υποκείμενα», (Latour) διαμορφώνοντας «ηθοτοπία» (Setten) και επιβάλλοντας συμπεριφορές.[8] Συνυφαίνουν την εικόνα του παρελθόντος και του παρόντος[9] μέσα από την επικοινωνιακή διαδικασία και διεισδύουν σε αυτήν του μέλλοντος. Συνιστούν μορφές μνήμης, δηλώνουν και συγκροτούν ταυτότητες, και υπαγορεύουν την επιθυμία ιστορικοποίησής τους.


     Τα πράγματα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι, διαμορφώνουν τους ανθρώπους.[10] Το παράδειγμα του αστικού κέντρου των Ιωαννίνων: Οι ανδριάντες Ελευθερίου Βενιζέλου και Ιωάννη Κωλέττη





1. Το αστικό τοπίο








Η πόλη των Ιωαννίνων χαίρει μιας ευτυχούς σύμπτωσης: της ταύτισης του χωροταξικού με το διοικητικό της κέντρο. Ο ομφαλός της, είναι το κτίριο της Περιφέρειας Ηπείρου, ένα επιβλητικό οικοδόμημα του 1960-70, το νεοκλασικό ύφος του οποίου παραπέμπει στην έστω και μετεκκενωμένη ελληνικότητα, ενώ τα αρχιτεκτονικά στοιχεία γιαννιώτικου ρυθμού του τρίτου ορόφου μαρτυρούν τη συλλογική μνήμη της τοπικής κοινότητας και και ομολογούν την ταυτότητά της.  Στο μαρμάρινο κλιμακοστάσιο της μνημειακής εισόδου του περνάνε τις ώρες τους μαθητές και νέοι,  και ο εκτεταμένος πλακόστρωτος εμπρόσθιος χώρος, αποκτά χαρακτήρα αυτοσχεδιαστικού αστικού θεάτρου, ή και κινηματογραφικής αφήγησης,  καθώς οι συμπτωματικές συναντήσεις των τόσων διερχόμενων γιαννιωτών, οι συνακόλουθες σωματικές περιπτύξεις και ηχητικές αντιδράσεις, τα πολύωρα «πηγαδάκια» συζητήσεων και ενδεχομένων αψιμαχιών, είναι σκηνές της καθημερινότητας του κτηρίου.



Οι ήχοι που γεννώνται, αναμιγνύονται με τους θορύβους των αυτοκινήτων στη λεωφόρο, αλλά και των διαδηλώσεων, καθώς το σημείο αυτό είναι ταυτόχρονα και η αφετηρία ή και κατάληξη των συλλαλητηρίων. Σ΄αυτό το δυναμικό αστικό τοπίο και ηχοτοπίο,[11] τον πολιτικό δημόσιο χώρο «ενσώματων πράξεων» και συναισθηματικής ή και διαισθητηριακής εμπειρίας,[12] προστίθενται δύο σταθερά και μόνιμα στο χώρο αντικείμενα. Οι μεγάλου μεγέθους ορειχάλκινοι ανδριάντες δύο πρωθυπουργών της Ελλάδας, του Ιωάννη Κωλέττη και του Ελευθερίου Βενιζέλου, εξαιρετικής εικαστικής πρότασης, «φυλάσσουν» το κτήριο της Περιφέρειας, τοποθετημένοι σε γειτονικά βάθρα, αριστερά και δεξιά της κεντρικής εισόδου του.



Ακριβώς απέναντι, βρίσκεται η μεγαλύτερη πλατεία του άστεως, η πολύπαθη πλατεία Πύρρου, η βιογραφία της οποίας παρουσιάζει τρεις ενδιαφέροντες για την παρούσα εργασία, σταθμούς: αυτόν της πρώτης της ανάπλασης, στη δεκαετία του ΄60, όπου στόχος του δημοτικού συμβουλίου, ήταν να κατασκευαστεί ένας φυσικός εξώστης με θέα προς τη λίμνη, αποδοθησομένου ολοκληρωτικώς εις το κοινόν,[13] με παγκάκια, παρτέρια και το περίφημο καφενείο «Όαση», φέροντος την υπογραφή του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Η ανάρτηση του ανδριάντα του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1985 επί ΠΑΣΟΚ, ας θεωρηθεί δεύτερος σταθμός, και τρίτος, η έγκριση και μετατροπή του ζωτικού αυτού δημόσιου χώρου, επί δημοτικών αρχών της ΝΔ - και παρά τις πολλές και έντονες αντιδράσεις των Ιωαννιτών - σε στέγη υπόγειου πάρκιγκ, την ακαλαισθησία της οποίας συμπλήρωσε το 2009, η τοποθέτηση του επίχρυσου αγάλματος του Πύρρου.


2. Η αναπαράσταση της μνήμης: Τα Μνημεία

2.1. Ο ανδριάντας του Ελευθερίου Βενιζέλου


Ο μεγαλύτερος του φυσικού μεγέθους ορειχάλκινος ανδριάντας του Ελευθερίου Βενιζέλου, δια χειρός του γιαννιώτη γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη, είναι έργο λιτό και αφαιρετικό, αποδίδει τον Έλληνα πολιτικό όρθιο, να ατενίζει το πλήθος με αποφασιστικό χαμόγελο και να χαιρετά με το δεξί του χέρι ευθυτενώς σηκωμένο, αισθητοποιώντας τη δυναμική και αγαπητή στους Γιαννιώτες προσωπικότητα του πολιτικού.



Το βάθρο του είναι χαμηλό, τόσο ώστε και παιδιά να ανεβαίνουν σε αυτό και να επιτρέπει τον αισθητηριακό και ενσώματο διάλογο του κοινού με αυτό, καθιστώντας δυνατή τη συναισθητική και κιναισθητική (μέσω κινούμενου σώματος) πρόσληψη της υλικότητας.[14] Το επεξηγηματικό λεκτικό μέρος, φέρει με κεφαλογράμματη γραφή το όνομα του αναπαριστάμενου προσώπου.

Η φιλοτέχνησή του του αποφασίστηκε ομόφωνα το 1983, από το Δημοτικό Συμβούλιο των Ιωαννιτών, καθότι αναγνωρίστηκε η αξία του μεγάλου αυτού πολιτικού ανδρός, παρόλη τη διαφωνία αρχικά του αριστερού τότε δημοτικού συμβούλου Φίλιππα Φίλιου (ΚΚΕ).[15] Κατά τα αποκαλυπτήρια, μετά τις εθνικές εκλογές τον Ιούνιο του 1985, ο εκλεγμένος επίσης με τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ δήμαρχος κ. Τόλης δηλώνει ότι

«τα Γιάννινα εκπληρώνουν ένα μεγάλο χρέος. Στήνουν στην πιο περίοπτη θέση της πόλης τον ανδριάντα του Ελευθερίου Βενιζέλου του μεγάλου πολιτικού αρχηγού τον οποίο σήμερα το πανελλήνιο αναγνωρίζει ως εθνάρχη», αναγνωρίζοντας παράλληλα και τη συμβολή του Βενιζέλου στην απελευθέρωση της πόλης το 1913. [16]

Το μνημείο μεταφέρθηκε το 2005 επί δημαρχίας Ν. Γκόντα (ΝΔ) δεξιά της εισόδου του κτηρίου της Περιφέρειας Ηπείρου και ως εκ τούτου απώλεσε τη χωρικότητα, άρα και την ταυτότητά του, ως δεσπόζουσα μορφή στο χώρο για τον οποίο είχε εξ αρχής οριστεί. Στην απόφαση της έγκρισης της μεταφοράς του (2001), γίνεται αναφορά στη μελλοντική τοποθέτηση ενός άλλου ανδριάντα, μάλλον του Κωλέττη, αριστερά της εισόδου του διοικητικού μεγάρου, η οποία δηλώνει την πρόθεση της τότε δημοτικής αρχής (ΝΔ), να συνταχτεί με την μακρόβια επιθυμία των απανταχού συρρακιωτών της Ηπείρου για την μνημειοποίηση του συμπατριώτη τους πολιτικού.

2.2. Ο ανδριάντας του Ιωάννη Κωλέττη




Η απόφαση έγκρισης και ανάθεσης του  ανδριάντα του Ι. Κωλέττη το 2002, όπως και του χώρου τοποθέτησής του στα αριστερά της «Περιφέρειας» το 2004, ή και τα αποκαλυπτήρια του έργου το 2005, υλοποιήθηκαν από νεοδημοκράτες Δημάρχους. Το μνημείο, έργο του γιαννιώτη γλύπτη Κώστα Καζάκου, αξιόλογο εικαστικά, όχι ιδιαίτερα λιτό, με αρκετά εθνικά, λαογραφικά, ιδεολογικά σύμβολα και παράσημα και τον αναπαριστάμενο πολιτικό-διπλωμάτη να στηρίζεται σε μία ελληνική αρχαϊκή στήλη.

Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι όμως το κάτω τμήμα του μνημείου. Το ιδιαίτερα ψηλό και γι’ αυτό αφιλόξενο στα νεαρά άτομα, λευκό μαρμάρινο βάθρο, αλλά πολύ περισσότερο το αναγεγραμμένο εκτενές κείμενο: 21 συνολικά κεφαλογράμματες σειρές, με επιλεγμένα σημεία του βιογραφικού του πολιτικού, προτάσσοντας την πρωθυπουργική του ιδιότητα και την καταγωγή του από το Συρράκο, εξυμνώντας τον ως έναν από τις σημαντικότερες ελληνικές προσωπικότητες του 19ου αι, ως θεμελιωτή της Μεγάλης Ιδέας και ως πιθανό συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» κτλ.


Τα σημαινόμενα των αναπαραστατικών και λεκτικών σημαινόντων, (τα εικονιστικά σύμβολα, το αμφιλεγόμενο λεκτικό κείμενο με την επίφαση του ιστορικού, η απόδοση της συγγραφής της «Ελληνικής Νομαρχίας», έστω και με τη μορφή ενδεχομενικότητας – ή πολύ περισσότερο εξαιτίας αυτής – στο συγκεκριμένο πρόσωπο, η χωρική θέση του μνημείου δίπλα από αυτό του Βενιζέλου, ως το έτερον ήμισυ), επιτρέπουν μια αίσθηση ανεπάρκειας της προσωπικότητας του εικονιζόμενου και στοιχειοθετούν την ανάγκη δικαιολόγησης της μνημοτεχνικής επιλογής.

3. Η μνήμη ως λόγος (discourse)

3.1. Η προθετικότητα της μνήμης

Ως ενεργητική διαδικασία παραγωγής νοημάτων, η μνήμη,[17] αποκτά περιεχόμενο τοπικιστικής υπερηφάνειας, με τον συμβολισμό της ονοματοδοσίας της πλατείας (απολύτως αποδεκτό από τους Γιαννιώτες) στον αρχαίο βασιλιά Πύρρο, καθότι στα 35 χρόνια της φιλόδοξης δράσης του, η Ήπειρος των ελληνιστικών χρόνων, είχε αναχθεί από μια άσημη χώρα των Μολοσσών, σε υπολογίσιμη δύναμη. Το νόημα αυτό διευρύνεται με την ανάμνηση ενός άλλου, σχετικά πρόσφατου γεγονότος, αυτού της προσχώρησης του τόπου στο σώμα της μητέρας Ελλάδας, με το οποίο συνδέεται η μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου, εφόσον το ελληνικό στράτευμα ήλθε κατ᾽εντολή του να ελευθερώσει την πόλη.

Η μνημειοποίηση του Βενιζέλου εκτείνεται κατά αυτόν τον τρόπο σημασιολογικά και σε δύο ακόμη νοηματοδοτήσεις της μνήμης: από τη μια στην υποταγή της συλλογικής μνήμης μιας τοπικής κοινότητας στην αξιακά «ανώτερη» εθνική μνήμη και ως εκ τούτου, της τοπικιστικής ταυτότητας στην εθνική ταυτότητα, κι από την άλλη, στην ανασύσταση του «τραύματος μνήμης». Ενός τραύματος που εδράζεται στην ιστορική και γεωγραφική συγκυρία της αργοπορημένης ένταξης μιας πόλης «πρώτης στα γρόσια και στα γράμματα» και στους εθνικούς ευεργέτες στην ελληνική επικράτεια. Η κυριαρχικότητα του μνημείου του «εθνάρχη» στην πλατεία Πύρρου, στην πιο περίοπτη θέση της πόλης, φόρτιζε ιστορικά και τοπικιστικά, αλλά και συναισθηματικά το αστικό τοπίο και τους πολίτες και δημιουργούσε ισορροπία μνήμης με τον αρχαίο βασιλιά.

Αυτή η ισορροπία απωλέσθηκε ολοσχερώς με τη γειτνίαση του εν λόγω ανδριάντα με αυτόν του Ιωάννη Κωλέττη μπροστά στο κτήριο της Περιφέρειας. Αλλά ποια σχέση θα μπορούσε να φέρει μαζί τους δύο αυτούς άνδρες; Το ότι υπήρξαν και οι δύο κοινοβουλευτικοί πρωθυπουργοί της Ελλάδας, ή ο Μεγαλοϊδεατισμός τους, ως έμπνευση του ενός και υλοποίηση του άλλου, θεωρώ ότι ακόμη κι αν δεν είναι συμπτωματικός συσχετισμός, αλλά καλλιτεχνική και πολιτική σύλληψη, δεν έχαιρε προτεραιότητας.

Πρόκειται περισσότερο για επιτυχία μιας κοινότητας αυτής των συρρακιωτών, να επιβάλλει δυναμικά την οντότητά της σε έναν αυξημένου συμβολισμού δημόσιο χώρο, προπαγανδίζοντας την καταγωγική της μνήμη, σε μια εποχή, στην οποία οι δημοτικές αρχές ήταν προσανατολισμένες σε κερδοφόρες επιχειρήσεις (πχ. εργοδότηση υπόγειου πάρκιγκ), ή στο να αποκαταστήσουν την παραταξιακή τους μνήμη, επιβάλλοντας ένα «ισάξιο» «απέναντι» στην προηγούμενη πασοκική μνημοτεχνική επιλογή. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια πράξη αντίστασης και αντι-μνήμης που ξεκινά από το «μικρο-τοπικό» και διενεργεί ένα δημόσιο ιστορικό διάλογο.   

3.2. Ο πολιτικός λόγος των παρατάξεων

Η μνημειοποίηση του Βενιζέλου ανήκει στην περίπτωση επιλογής της πολιτικής ελίτ, περιστατικών από την εθνική ιστορία που συγκεντρώνουν τη μέγιστη συναίνεση και εξυπηρετούν καλύτερα την κοινωνική ολοκλήρωση και πολιτική ισορροπία.[18] Ταυτόχρονα όμως, η φιλοβενιζελική σε συνδυασμό με την εθνική ρητορική, και την ηθική προβολή του χρέους, εξυπηρετούσε την πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που υπαγόρευε μια αντιδεξιά, αλλά και μια διαφοροποιημένη από το ΚΚΕ επίσημη μνήμη, πράγμα που αποδείχτηκε μέλημά της με την αναγνώριση και τον εορτασμό της Εθνικής Αντίστασης.[19]

Στην περίπτωση του Κωλέττη, το επεξηγηματικό κείμενο της εικόνας,[20] είτε είναι πηγή σκέψης για γενικότερες κοινωνικές διαδικασίες, όπως διατείνεται ο Haliday,[21] είτε ακόμη αφορούν τον επικοινωνιακό λόγο του συντάκτη που παράγει κοινωνικά νοήματα (κατά τον Kress – van Leeuwen),[22] δεν παύει να αποτελεί πηγή εξουσιαστικού λόγου με συγκεκριμένες σκοπιμότητες, μιας πολιτικής ρητορικής που επιβάλει το δικό της ιστορικό αφήγημα. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε και ο λόγος του Σ. Ι. Καργάκου στην επίσημη τελετή των αποκαλυπτηρίων, παρευρισκομένου του ΠτΔ.


3.3.  Ο δημόσιος αντί-λογος.

3.3.1.Το κοινό



Η ενεργοποίηση της αστικής και ιστορικής μνήμης με πρόσωπα με καταρχάς θετικό πρόσημο (Βενιζέλος) ή και αρνητικό (Κωλέττης), η συνακόλουθη πρόθεση  διαμόρφωσης ταυτοτήτων και καλλιέργειας αξιών και προτύπων, είναι σκοπιμότητες οι οποίες προφανώς θα στερούνταν νοήματος και αποτελέσματος, αν δεν υπήρχε το άλλο επικοινωνιακό υποκείμενο, δηλαδή το κοινό των πολιτών και μάλιστα το συγκεκριμένο κοινό. Οι Γιαννιώτες συνδιαλέγονται πραξιακά με τις μνημονικές υλικότητες του παρελθόντος, ακόμα και όταν αδιαφορούν γι΄ αυτές, είτε περιβάλλονται από ένα νοσταλγικό παρελθόν,[23] το οποίο στην περίπτωση της αναδιαμόρφωσης της πλατείας σε στέγη για υπόγειο πάρκιγκ, ενεργεί, όπως λέει η Νάντια Σερεμετάκη, ως ασυμφιλίωτη πολιτισμική και ιστορική εμπειρία των αισθήσεων και της μνήμης[24] των ενηλίκων πολιτών.

3.3.2. Πόλεμοι μνήμης



Η έλλειψη δημοσίου διαλόγου και αντίδρασης στην περίπτωση του μνημείου του Βενιζέλου - πέρα από τη διαφωνία του κ. Φίλιου στο δημοτικό συμβούλιο, για την ανέγερση του μνημείου - ήταν αναμενόμενη και λόγω της συλλογικής απήχησης του συμβολισμού του, αλλά και λόγω της γενικής ευφορίας των Γιαννιωτών μεσουρανούντος του ήλιου του ΠΑΣΟΚ.

Το μνημείο του Κωλέττη παρότι δεν έχαιρε γενικής αποδοχής και προκάλεσε την ανάμνηση της διαιρεμένης δημόσιας μνήμης, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη συσπειρωτική τάση της συρρακιώτικης κοινότητας, δεν επέφερε σοβαρούς «πολέμους μνήμης», ή «πολέμους για την ιστορία». Θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνήσει κανείς σήμερα, εάν ο σύντομος δημόσιος διάλογος που προκλήθηκε έληξε με τη συμφιλίωση της συλλογικής μνήμης, ή αν συνέβη αυτό που λέει ο Pierre Nora, ότι τη στιγμή που μνημειοποιούμε τη μνήμη, απαλασσόμαστε ταυτόχρονα από την υποχρέωση να θυμόμαστε.[25] Γεγονός είναι πως το εν λόγω μνημείο, παραμένει εκεί περισσότερο «σιωπών» και λιγότερο «ομιλούν», μια που δεν έχει κατορθώσει να ενεργοποιήσει αισθητηριακά και πολιτικά το κοινό, ούτε να εκπληρώσει τους διδακτικούς του στόχους, εκπορευόμενους από το άγνωστο στους περισσότερους και ειδικά στους νέους κείμενο της «Ελληνικής Νομαρχίας» του Ανωνύμου Έλληνα.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ

Για τον Tilley, οι τόποι συγκροτούν το χώρο ως κέντρα ανθρώπινου νοήματος και δεν υπάρχει χώρος μη σχεσιακός, καθώς δημιουργείται από κοινωνικές σχέσεις, από φυσικά και πολιτισμικά αντικείμενα.[26] Η αλληλεπίδραση του χώρου με τη μνήμη διευρύνει τη διαλεκτική των ανθρώπων και των μνημείων στο χρόνο. Έτσι το τοπίο «χρονούται» και (ανα)συγκροτείται, διατηρώντας και ενσωματώνοντας οργανικά κομμάτια του παρελθόντος του μέσα στις νέες σχέσεις/πράξεις που συμβαίνουν σ΄αυτό.[27]

Οι ανδριάντες του Βενιζέλου και του Κωλέττη, το οικείο κτήριο της Περιφέρειας, η ιστορία της πλατείας, τα πράγματα, είτε μυθοποιημένα, είτε απο-ιερωμένα είναι εκεί. Ζουν μαζί με τους ανθρώπους στο άστυ και δημιουργούν ένα έθος που φέρει την ταυτότητα των Γιαννιωτών. Ένα ηθοτοπίο, αναγνωρίσιμο και από τους ξένους επισκέπτες. Ίσως ο Βενιζέλος και ο Κωλέττης, και η συνεύρεσή τους μετά θάνατον να μην επέδρασαν τόσο σ΄αυτό το ηθοτοπίο ως προσωπικότητες, όσο ως ιστορικές οντότητες. Τοπικές ή εθνικές. Ή και τα δύο.


Η ιστορία στην Ελλάδα φαίνεται να αποκτά ακόμη και τώρα πρόσωπο και ύλη. Οι σχέσεις της με τους ανθρώπους είναι διαχρονικά σχέσεις πόνου και συναισθημάτων, μίσους και πάθους. Στη χώρα αυτή, για να παραφράσω το απόφθεγμα της Νιν, δεν βλέπουμε την ιστορία όπως είναι, τη βλέπουμε όπως εμείς είμαστε. Αλλά αυτό δεν είναι ιστορία; Ως εκ τούτου, οι πολλές διεπιστημονικές και περίπλοκες αναλύσεις και μεθοδολογικές προσεγγίσεις των πηγών και της μνήμης από ειδικούς, στερούνται αυτής ερωτικής σχέσης της ιστορίας με τον άνθρωπο.





[2] Για τη φαινομενολογική, μη αναπαραστατική, αλλά ενσυναισθητική προσέγγιση του χώρου – τόπου και τοπίου και τη διαφοροποίησή τους: Tilley, 2017.
[3] C. Tilley, ό.π.: 220.
[4] Γιαλούρη 2017: 49.
[5] ό.π.: 43.
[6] Λιάκος 2007: 102-111.
[7] Όρος του Gell για τα ανθρώπινα και μη ανθρώπινα όντα, ως φορείς δράσης. Γιαλούρη, ό.π.: 37-38.
[8] Δαλκαβούκης, Κ. Τσέκου 2015: 116.
[9] Ο Benjamin επισημαίνει: το παρελθόν μπορεί να αναγνωριστεί μόνο ως εικόνα, η οποία αναγνωρίζεται από το παρόν, ως μία από τις δικές του ανησυχίες. Σακκά 2015: 310.
[10] Miller. βλ. Δαλκαβούκης–Τσέκου, ό.π.:116
[11] Για την έννοια του ηχοτοπίου (soundscape), ως δυναμικό πεδίο αλληλεπιδράσεων μεταξύ διαφορετικών ηχογόνων φορέων δράσης (ανθρώπινων, υλικών, φυσικών, τεχνολογικών, κ.ά) και διαφόρων ήχων λεκτικών, μουσικών, καθημερινών, θορύβων κ.ά.: Μπουρμπάρης, “Ηχοτοπίο. Συνδέσεις και διαστάσεις στην ακουστική εμπειρία”, https://www.academia.edu/35861414, ανάκτηση 01.06.2019
[12] Για τη δια-επικοινωνία «ενσώματων πράξεων», αισθήσεων και αντικειμένων και για το ρόλο των αισθήσεων στην ιστορική ερμηνεία ως μάρτυρες ή αρχειοφύλακες της υλικής εμπειρίας: Σερεμετάκη, 1996: 40-41
[14] Χαμηλάκης, 2017: 258
[15] πρακτικό απόφασης, 171/21.09.1983
[16]Βαρβάρα Αγγελή, https://typos-i.gr/article/oi-yperfysikoi-fylakes-ths-perifereias, ανάκτηση: 04.06.2019
[17] Abrams, 2014:114
[18] Πασχαλούδη, 2008-2009: 278
[19] Πασχαλούδη, «η Εθνική Αντίσταση...»
[20] η «αγκύρωση» του Barthes: Kress-Leeuwen, 2011: 66
[21] ό.π.: 69
[22] ό.π.
[23] Για την έννοια του ελληνικού όρου νοσταλγία ως ιστορικοποιητική αισθητήρια εμπειρία και όχι ως ρομαντικός συναισθηματισμός, βλ. Σερεμετάκη, 1996: 36
[24]ό.π.
[25] Τσιάρα, 2000: 12
[26] Tilley, 2017: 225
[27] Γ. Βαβουρανάκης, «Μερικές σκέψεις για το τοπίο και τα μνημεία»,


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



1L. Abrams, Θεωρία της Προφορικής Ιστορίας, Πλέθρον, Αθήνα 2014

2Γ. Βαβουρανάκης, «Μερικές σκέψεις για το τοπίο και τα μνημεία»,


3W. Benjamin, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Ο σουρρεαλισμός. Για την εικόνα του Προυστ, Ουτοπία, Αθήνα 1983

4P. Ε. Γιαλούρη, «Εισαγωγή» Υλικός Πολιτισμός, Ε. Γιαλούρη (επιμ.), Αθήνα 2017: 11-74

5Β. Δαλκαβούκης, Κ. Τσέκου, «Χτίζοντας τη Δημόσια Ιστορία στο χώρο: η περίπτωση των μνημείων της Κομοτηνής», Η Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα, Α.Ανδρέου κ.ά. (επιμ.), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015, σ.115-131

6Ν. Δασκαλοθανάσης, Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο από τον 19ο στον 20ο αι., Άγρα, Αθήνα 2012

7Κ. Καλαντζής, «Οπτικός πολιτισμός και ανθρωπολογία», Υλικός Πολιτισμός, Ε. Γιαλούρη (επιμ.), Αθήνα 2017 σ.171-213

8I. Koppydoff, “The cultural biography of things: commoditization as process”, The Social Life of Things: Commodities in Cultural Perspective, Cambridge University Press, Cambridge1986, http://ls-tlss.ucl.ac.uk/course-materials/ANTH7021_68798.pdf ανάκτηση 03.06.2019

9G.Kress – T.van Leeuwen Η ανάγνωση των εικόνωνΗ γραμματική του Οπτικού Σχεδιασμού, επιμ. – θεώρηση: φωτ. Παπαδημητρίου, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010

1Α. Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;, Πόλις, Αθήνα 2007

1Μ. Μπιλάλης, «Ιο-πολιτική και ιστορική κουλτούρα», Η Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα, Α.Ανδρέου κ.ά. (επιμ.), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015, σελ.65-81

Ν. Μπουρμπάρης Ηχοτοπίο. Συνδέσεις και Διαστάσεις στην Ακουστική Εμπειρία
https://www.academia.edu/35861414 ανάκτηση 01.06.2019

1Ε. Πασχαλούδη, Ένας πόλεμος χωρίς τέλος. Η δεκαετία του 1940 στον πολιτικό λόγο 1950-1967, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010

1Ε. Πασχαλούδη, «Η δεκαετία του 1940 στη ρητορική των ελληνικών παρατάξεων: η πολιτική χρήση του παρελθόντος κατά την περίοδο 1950-1967», Τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, ΠΑΜΑΚ, Θεσσαλονίκη 2008-2009

1Ε. Πασχαλούδη, Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χαρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας,


1Β. Σακκά, «Προσεγγίζοντας κριτικά το παρελθόν: Σε αναζήτηση του οπτικού, μιντιακού και ιστορικού εναλφαφητισμού», Η Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα, Α.Ανδρέου κ.ά. (επιμ.), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015, σ.309-329

1Ν. Σερεμετάκη, Παλιννόστηση των Αισθήσεων: Αντίληψη και Μνήμη ως Υλική κουλτούρα στη Σύγχρονη Εποχή, Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1996

1C. Tilley, «Χώρος, τόπος τοπίο, Φαινομενολογικές προσεγγίσεις», Υλικός Πολιτισμός, Ε. Γιαλούρη (επιμ.), Αθήνα 2017: 215-250

1Σ. Τσιάρα,  «Τοπία εθνικής μνήμης, η δημόσια γλυπτική στη Μακεδονία», Phd, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2000 http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/24219#page/1/mode/2up, ανάκτηση:  09.06.2019

2Γ. Χαμηλάκης,   «Η Αρχαιολογία και οι “Άλλοι”», Ν. Παπαδημητρίου, Α. Αναγνωστόπουλος (επιμ.), Το παρελθόν στο παρόν. Μνήμη, ιστορία και αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα, σ. 244-262, Καστανιώτη, Αθήνα 2017

2H. White, Metahistory, Johns Hopkins University, Baltimore 1973


2H. White, Η ερμηνεία στην ιστορία, Πλέθρον, Αθήνα 2018

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ιστορία = συγχρονική διαχρονία, ή διαχρονική συγχρονία