Ελληνική ιστοριογραφία στο μεταίχμιο του 19ου - 20ου αιώνα. Σπυρίδων Λάμπρος και Παύλος Καρολίδης



Ιδεολογικές και επιστημολογικές διαφορές στην ελληνική ιστοριογραφία στο μεταίχμιο του 19ου - 20ου αιώνα. Το παράδειγμα του Σπυρίδωνα Λάμπρου και Παύλου Καρολίδη



Η ιδέα του έθνους στον ακαδημαϊκό, κοινωνικό και πολιτικό «λόγο» (discourse) των Σπ. Λάμπρου και Π. Καρολίδη αποτέλεσε το κύριο κίνητρο που συμπόρευσε ή διαχώρισε τους δύο Έλληνες ιστορικούς στην καμπή του 19ου αιώνα, ενώ η επιστημολογική τους διαφοροποίηση έχει να κάνει τόσο με την ξεχωριστή τους ιδεολογική οπτική, όσο και με τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής και ελληνικής ιστοριογραφίας.

Η κοινή τους μέριμνα, τόσο για τον ιστορικό προσδιορισμό του «Έθνους», όσο και για την αναζήτηση ενός ιστοριογραφικού επιχειρήματος που θα τεκμηριώνει τις γεωπολιτικές διεκδικήσεις του Έθνους στο παρόν (Κουμπουρλής, 2012: 535) οδηγεί και τους δύο στο να σταθούν εμφατικά στην επίμαχη περίοδο του Βυζαντίου. Οι διαφορές τους από την άλλη, συνοψίζονται, ίσως, στο κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο της «αυτοχθονίας» του πρώτου, καταγόμενου από τα Επτάνησα –το   «δώρο» της Βρετανίας στο ελληνικό ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα την Αθήνα– και της «ετεροχθονίας» του δεύτερου, καταγόμενου από τον αλύτρωτο, αλλά πολυπληθέστερο Ελληνισμό της Ανατολής, ο οποίος ανέμενε την ανασύσταση της Κωνσταντινούπολης και τη μετάθεση της εθνικής πρωτεύουσας (Κιτρομηλίδης, 1881: 62-63) (για τα «εθνικά κέντρα», τον «ελληνοθωμανισμό», τη «Μεγάλη Ιδέα», κ. ά., Σκοπετέα, 1988: 287-324).

Ο Σπ. Λάμπρος, ακολουθώντας το πρότυπο του γερμανικού ιστορισμού του Ράνκε, αποστρεφόμενος τις οικουμενικές ανθρώπινες αξίες του Διαφωτισμού, αλλά και τη μη γεγονοτολογική ιστορία (Κουμπουρλής, 2011: 898-899), επιδόθηκε στην έρευνα και αξιοποίηση των πρωτογενών διπλωματικών και πολιτικών αρχειακών πηγών, με σκοπό τη θετικιστική «επιστημονικοποίηση» του έργου του Παπαρρηγόπουλου (Καραμανωλάκης, 2006:254-257), αλλά και «την αναζωοπύρωση του εθνικού φρονήματος» (Γαζή, 2004 :198). Φαίνεται όμως ότι αναγνώριζε στο έργο του Ζαμπέλιου, την αξία των λαογραφικών και γλωσσολογικών τεκμηρίων για την ολοκλήρωση της σύνθεσης και της πολιτισμικής συνέχειας του εθνικού αφηγήματος (Γαζή: 199), ιδιαίτερα όσον αφορά στην επίμαχη και κρίσιμη περίοδο του βυζαντινού Ελληνισμού. Η σύνδεση του Βυζαντίου με το σύγχρονο ελληνικό έθνος και η αποκατάστασή του απέναντι στην ευρωπαϊκή διανόηση, αποτέλεσε κομβικό ρόλο στην ιδεολογική και επιστημολογική αντίληψη του ιστορικού (Καραμανωλάκης, 2006: 243, 320-324, Κουμπουρλής, 2012: 547-555).

Το μεθοδολογικό πρόβλημα της ανεπάρκειας των βεβαιωμένων πολιτικών γραπτών πηγών αυτής της περιόδου,  το έλυσε όχι αποκλείνοντας ο ίδιος, ως ιστορικός, από τη ρανκεϊκή συμβαντολογική ιστορία, αλλά αξιοποιώντας τη διεπιστημονική συνεργασία των τριών «εθνικών πειθαρχιών», της ιστοριογραφίας, της λαογραφίας και της γλωσσολογίας (Γαζή, 2004: 206-208), ώστε να αποκατασταθεί το Βυζάντιο μέσα στη νεώτερη ελληνική ιστορία, και να αποκτήσει ιστοριογραφική ανταγωνιστικότητα προς τα ξένα πανεπιστήμια (Λιάκος, 2004: 57). Αλλά ο στόχος της ιστορίας για τους Σπ. Λάμπρου, Ν. Πολίτη και Γ. Χατζιδάκη, συνιδρυτές της «Εθνικής Εταιρείας» ήταν και γεωπολιτικός και ταυτόχρονα αλυτρωτικός ως προς τους ελληνόφωνους πληθυσμούς των Βαλκανίων (Καραμανωλάκης, 2006: 258, Γαζή, 2004: 208-209).

Ο Π. Καρολίδης, καππαδόκης υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Καραμανωλάκης, 2006: 210) και όχι πολίτης ενός επίσημου εθνικού κράτους –όπως  ο Λάμπρος– προέρχεται από μια τουρκόφωνη, αλλά πρώην ελληνόγλωσση ορθόδοξη συλλογικότητα, η οποία στα τέλη του 19ου αιώνα αποκτά ελληνική εθνική ταυτότητα μέσω της παιδείας (Κιτρομηλίδης, 1881: 63). «Η δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830 επέφερε οριστικό ρήγμα στο ενιαίο σώμα του ελληνισμού, που είχε σαν κιβωτό την Ορθοδοξία» (Κιτρομηλίδης, 1881: 63). Η μεγαλοϊδεατική ταύτιση του Καρολίδη με την οπτική του Πατριαρχείου, της φαναριώτικης αστικής τάξης και της ομογένειας που αξίωναν την ακεραιότητα του ελληνοθωμανικού στοιχείου (Σκοπετέα: 309-312, Καραμανωλάκης, 2006: 217-218), ήταν μάλλον αναμενόμενη.

Ως ιστορικός, αξιοποίησε τις νεότερες ευρωπαϊκές μελέτες στον ασιατικό χώρο, προκειμένου να τεκμηριώσει επιστημολογικά την ανατρεπτική ιστοριογραφική του θέση για τη θεμελιώδη συμβολή του αρχαιοελληνικού-ασιατικού πολιτισμού στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτισμικής ιστορίας. Μετακινώντας το Βυζάντιο από την εθνική του αυτοαναφορικότητα, το ενέταξε στην πολιτική και πολιτισμική συγχρονία του ευρύτερου μεσαιωνικού κόσμου, και το κατέστησε υπεύθυνο για τη διάδοση της αρχαιοελληνικής σκέψης στη Δύση πριν και μετά την Άλωση. Η ιστορική και «πολιτισμική υπεροχή του Ελληνισμού» θα αποδειχθεί και μέσα από τη σημαντικότητα της Επανάστασης του 1821 στην ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα. (Καραμανωλάκης:214-216).

Η εστίαση του Kαρολίδη στην πολιτισμική και οικουμενική ιστορία και η προτίμησή του στη φιλοσοφία της ιστορίας, που επιτρέπει το μεθοδολογικό μοντέλο της ερμηνείας των αιτιών και συνεπειών ή της εννοιολόγησης της ίδιας της ιστορίας, τον απομακρύνει πολύ από τον ρανκεϊκό ιστορισμό και και τον ευρωπαϊκό θετικισμό, και από το τόσο αγαπητό στον Σπ. Λάμπρο μεθοδολογικό εργαλείο της αυστηρής εξέτασης των γραπτών τεκμηρίων της πολιτικής ιστορίας (Καραμανωλάκης, 2006: 212-213). Η επιστημολογική αυτή επιλογή του Καρολίδη ήταν ένας από τους λόγους της σθεναρής σύγκρουσής του με τον ακαδημαϊκό του συνάδελφο (Καραμανωλάκης:211).

Απέναντι σε μια Ευρώπη, στην οποία η ακαδημαϊκή ιστορία σταθεροποιούσε τη συνάφεια του Έθνους με τον ανερχόμενο καπιταλισμό και στην οποία το «γερμανικό μοντέλο» του εθνικιστικού ιστορισμού εστίαζε στη «στενότερη πολιτική ιστορία» σε βάρος της «ευρύτερης πολιτιστικής» (Ίγκερς, 2006: 45), το Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αντιπρότεινε το ελληνικό ιστοριογραφικό παράδειγμα: το γεφύρωμα του χάσματος ανάμεσα αφενός στην «τρισχιλιετή» πολιτισμική ιστορία του ευρύτερου Ελληνισμού –ο  οποίος γνώρισε κυριαρχίες και κατακτήσεις, γλωσσικές και θρησκευτικές συνέχειες και ασυνέχειες– και αφετέρου στην πολιτική νεοσύσταση ενός συρρικνωμένου ελλαδικού-ελληνικού-εθνικού κράτους, στοχεύοντας όμως ταυτόχρονα σε ένα γεωπολιτικό ανταγωνιστικό παρόν. Αυτή η «καθ΄ημας» ιστοριογραφία, που διίσταται στην «αποκλειστικά ρανκεϊκού τύπου ιστορία» (Κουμπουρλής, 2011: 901-907) εξέφραζε τελικά την βασική σύγκλιση των Σπ. Λάμπρου και Π. Καρολίδη.





Βιβλιογραφία

Ε. Γαζή, «Μια ρομαντική ιστορική επιστήμη: η περίπτωση του Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου (1851 – 1919)», στο: Π. Κιτρομηλίδης και Τ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, τόμ. Α΄, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2004, 195-213.

G. G. Iggers, Η Ιστοριογραφία στον 20ο αιώνα, μτφ. Π. Ματάλας, Νεφέλη, Αθήνα 2006.

Β. Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης και η διδασκαλία της ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών (1837 – 1932), ΙΑΕΝ/ΓΓΝΓ – ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2006.

Π. Κιτρομηλίδης, «Το ελληνικό κράτος ως εθνικό κέντρο», Σύγχρονα Θέματα τχ.13, (1981), σ. 61-70.

Π. Κιτρομηλίδης, «Η ιδέα του έθνους και της εθνικής κοινότητας στην ελληνική ιστοριογραφία» στο: Π. Κιτρομηλίδης και Τ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, τόμ. Α΄, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2004, σ.37-52

Γ. Κουμπουρλής, «Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος του Νίκου Σβορώνου και ο ελληνικός ιστορισμός», Νέα Εστία, τχ.1850, Δεκ. 2011, σ. 888-908.

Γ. Κουμπουρλής, Οι ιστοριογραφικές οφειλές των Σπ. Ζαμπέλιου και Κ. Παπαρρηγόπουλου, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2012

Α. Λιάκος, «Το ζήτημα της ελληνικής συνέχειας στο: Π. Κιτρομηλίδης και Τ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, τόμ. Α΄, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2004, σ.53-65

Ε. Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ιστορία = συγχρονική διαχρονία, ή διαχρονική συγχρονία