Ο ΓΕΡΟΣ ΙΤΑΛΟΣ

(Αφιερωμένο σε εκείνον τον μοναχικό γέρο που βρέθηκε άξαφνα μπροστά μου στα στενά της Ρώμης)
Με’ να καπέλο πράσινο ψηλό γεμάτο λάσπη,
Με ένα βιολετί παλτό μακρύ μισοσχισμένο,
Σαν να μην είχε προορισμό , στο μαύρο μονοπάτι,
Τον ξαναείδα μόνο του σε μια γωνιά κρυμμένο.

Εμαραμένο  έναν ανθό είχε ψηλά στο πέτο,
Ήτανε χρόνια μόνος του και χρόνια ξεχασμένος,
Είχε ένα σκύλο συντροφιά, για όπλο ένα στιλέτο,
Αιώνιος περπατητής μα και καταραμένος.

Καταραμένος να πονά και μόνος να γεράζει
Πάντα σε πόλεις άγνωστες να βρίσκεται σαν ξένος,
Συνέχεια κάτι να ζητά, κάτι να τον τρομάζει
Και στην απάτη του βαθιά να’ ναι φυλακισμένος.

Κλαίει ουρλιάζει σιωπηλά για όλα μετανιώνει,
Βιάζεται, τρέχει, προσπερνά, μα ξέρει έχει αργήσει,
Μια πληγή απ’ τα παλιά τη σκίζει την ματώνει,
Χωρίς αγάπη δέχεται πως δεν μπορεί να ζήσει.

Πίσω απ’ τα στρογγυλά γυαλιά, το βλέμμα του υψώνει
Ντυμένος χρώματα παλιά, στα χέρια του βιβλία
Κλείνει τα μάτια του, σιωπά, θυμάται και βουρκώνει,
Την κοπελιά που άφησε μικρός στην Ιταλία…

Τώρα τα άσπρα του μαλλιά, ο άνεμος χτυπάει,
Με τη ματιά του αδειανή, γεμάτη από τρόμο,
Με δυο βιβλία αγκαλιά, κι ένα σκυλί στο πλάι,
Ψάχνει αυτά που έχασε στου γυρισμού τον δρόμο.

                                                                            Λουκία Κονιδάρη

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ιστορία = συγχρονική διαχρονία, ή διαχρονική συγχρονία